κουβεντολόι
κ.
κουβεντολόγι, το ουσ. [<κουβέντα + κατάλ. -λόι, -λόγι], άσκοπη συζήτηση
χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο και που έχει διάρκεια: «αν πιάσουν το
κουβεντολόι, δε λένε να ξεκολλήσουνε»·
- το
ρίχνω στο κουβεντολόι, βλ. φρ. το ρίχνω στην κουβέντα, λ. κουβέντα·
- το
στρώνω στο κουβεντολόι, βλ. φρ. το στρώνω στην κουβέντα, λ.
κουβέντα.